ειπε καποτε:

Όταν οι νόμοι των μαθηματικών ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, δεν είναι σαφείς, και όταν είναι σαφείς, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. "Άλμπερτ Αϊνστάιν"

η αχρηστη πληροφορια της ημερας

Η Μεγάλη Βρετανία ήταν η πρώτη χώρα που κυκλοφόρησε γραμματόσημα, το 1840. Γι’ αυτό το λόγο είναι ακόμη η μόνη χώρα της οποίας το όνομα δεν αναγράφεται στα γραμματόσημά της.

Μια καθολα προβλεψιμη μεταρρυθμιση της Παιδειας...

Μια καθόλα προβλέψιμη μεταρρύθμιση της Παιδείας…

ideonperiplaniseis

*του Αθανάσιου Μιχαλόπουλου

Τα τελευταία χρόνια, ιδίως την εποχή της κρίσης και έπειτα, δύο πράγματα μονοπωλούν –σχεδόν- το ενδιαφέρον του κοινού και του πολιτικού κόσμου. Από τη μια η μεγάλη συζήτηση για την εθνική οικονομική και μεταρρυθμιστική πολιτική που πρέπει να εφαρμοστεί και από την άλλη, η πομπώδης και έντονα φορτισμένη ιδεολογικά συζήτηση για την παιδεία. Η πρώτη, ομολογουμένως , μεταστρέφεται ανάλογα με την εκάστοτε κυβερνητική βούληση και υποχρέωση. Το μεγάλο πολιτικό παιχνίδι, όμως, παίζεται στην παιδεία. Γιατί; Διότι η παιδεία είναι
το Α και το Ω για τη διαμόρφωση των νέων πολιτών και σαφώς των νέων συνειδήσεων. Είναι το μεγάλο στοίχημα κάθε ηγέτη που βλέπει μπροστά, βάζοντας τα θεμέλια για τους ψηφοφόρους του αύριο και της συνέχειας της εθνικής ιδέας στο διηνεκές.
Δεκάδες υπουργοί πέρασαν από το υπουργείο Παιδείας, πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, τεχνοκράτες και λοιποί. Καθένας από αυτούς προσπάθησε να αλλάξει, ή όπως μας αρέσει να το λέμε, να μεταρρυθμίσει το εκπαιδευτικό σύστημα, που του κληρονομήθηκε από τον προκάτοχό του. Όπως έχει δείξει η πρόσφατη ιστορία, μόνο ελάχιστοι προσπάθησαν να αλλάξουν εκ θεμελίων την ελληνική παιδεία, ενώ οι περισσότεροι αναλώθηκαν στην αλλαγή ακροτελεύτιων διατάξεων- άρθρων, παραγράφων βιβλίων και στην τροποποίηση, σχεδόν κάθε χρόνο, του συστήματος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με έμφαση στο λύκειο και φυσικά –πού αλλού;- στις πανελλήνιες εξετάσεις.
Κεντρικό θέμα είναι πάντοτε οι πανελλήνιες. Όλοι οι υπουργοί τις άλλαξαν, τις απλοποίησαν ή και τις δυσκόλεψαν, παίζοντας κορώνα – γράμματα τις τύχες των εκατοντάδων χιλιάδων μαθητών. Τουλάχιστον, προσπάθησαν να κάνουν κάτι. Σήμερα, ο νυν υπουργός, μιλά για την ολική κατάργηση των πανελληνίων και την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μόνο μέσω του βαθμού του απολυτηρίου του Λυκείου.
Μα γιατί μας είναι τόσο σημαντικές οι πανελλήνιες; Γιατί όλη η εκπαίδευσή μας έχει αποκτήσει υπόσταση μόνο και μόνο για να υπηρετήσει μια κακοφτιαγμένη  εξέταση; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας από τις πολλές αναχρονιστικές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, η πεποίθηση δηλαδή, πως μόνο το πανεπιστήμιο είναι η πηγή της παιδείας και πως μόνο μέσα από αυτό κατακτά κανείς την πραγματική γνώση. Μέγα σφάλμα.
Δεν αντιλαμβανόμαστε, ακόμα, πως παιδεία δεν σημαίνει εξειδίκευση σε ένα τομέα επιστημών, αλλά η απόκτηση σφαιρικής γνώσης, η διαμόρφωση ανθρωπιστικής συνείδησης, η καλλιέργεια ηθικών και πνευματικών αρετών και άλλα πολλά, τα οποία αποκτώνται και καλλιεργούνται μέσα από την οικογένεια, την κοινωνία, το σχολείο και κλείνουν με το πανεπιστήμιο. Μπερδεύουμε τον μορφωμένο με τον εκπαιδευμένο άνθρωπο, χάνοντας έτσι, το δάσος χάριν του δέντρου. Αναντίλεκτα, λοιπόν, η παιδεία χρειάζεται μια ριζική μεταρρύθμιση, όχι μόνο στο θεσμό των πανελληνίων, αλλά σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Η λέξη «παιδεία» είναι παράγωγο του αρχαίου ρήματος «παιδεύω», που σημαίνει «διδάσκω». Αναφέρεται, δε, στη νοητική και ψυχική καλλιέργεια του νεαρού ατόμου, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της διδασκαλίας. Δεν είναι τυχαίο πως το «παιδεύομαι» (παθητική φωνή του «παιδεύω») στα Ν.Ε., πέραν του μορφώνομαι, σημαίνει και κουράζομαι, υποδηλώνοντας, έτσι, πως η παιδεία είναι μια μακροχρόνια υπόθεση, η οποία απαιτεί προσπάθεια και μόχθο για να επιτευχθεί. Άρα, η διαδικασία αυτή ξεκινά από τη βρεφική μας ηλικία και τελειώνει στα βαθιά γεράματά μας («Γηράσκω αεί […] διδασκόμενος», Σόλων).
Το σημαντικότερο στάδιο αυτής της διαδικασίας είναι η προσχολική και πρώιμη σχολική ηλικία. Από την ηλικία των τεσσάρων έως την ηλικία των επτά ετών το παιδί λαμβάνει το μεγαλύτερο όγκο εκπαίδευσης, μαθαίνοντας τις βασικές αρχές συμπεριφοράς, τη στοιχειώδη γραφή – ανάγνωση και, φυσικά, εντάσσεται πλέον στο κοινωνικό σύνολο και υπόκειται σε μια ισχυρότατη διαδικασία κοινωνικοποίησης, η οποία θα διαμορφώσει τη προσωπικότητά και τις βάσεις για τη μετέπειτα ζωή του.
Δυστυχώς, το νηπιαγωγείο και το δημοτικό δεν επιτελούν σωστά το έργο τους, διότι τα θεμέλια και ο τρόπος διαπαιδαγώγησης, που επιβάλλεται από το υπουργείο, είναι λανθασμένος. Σε αυτή την ηλικία το παιδί δεν πρέπει να φορτώνεται με υποχρεώσεις και μαθήματα, τα οποία υπερβαίνουν τις δυνατότητες της νεαρής του ηλικίας (λόγου χάρη, το σημερινό πλαίσιο διδασκαλίας για την Α’ δημοτικού ορίζει εξάωρο, καθημερινό πρόγραμμα και αυξημένης δυσκολίας εκμάθηση της νεοελληνικής γλώσσας και των μαθηματικών). Αντιθέτως, η Ιαπωνία δείχνει το φωτεινό και επιτυχημένο παράδειγμα στην εκπαίδευση αυτών των ηλικιών. Τα δύο πρώτα χρόνια της σχολικής ζωής (νηπιαγωγείο και Α’ δημοτικού), η εκπαίδευση εστιάζει εξ’ ολοκλήρου στη διαπαιδαγώγηση και στην εκμάθηση τρόπων συμπεριφοράς, ηθικών αρετών, θεάτρου, μουσικής, καλλιτεχνικών, κοινωνικής προσφοράς και αθλητισμού, μετατρέποντας τους νεαρούς μαθητές από νήπια σε ευσυνείδητους μικρούς πολίτες. Ουσιαστικά, λοιπόν, οφείλουμε να εστιάσουμε και εμείς στην καλλιέργεια, πρωτίστως, των ηθικών και ψυχικών αρετών του ατόμου. Έτσι, ο μαθητής, προτού μάθει να γράφει και να διαβάζει, θα γνωρίζει πώς να συμπεριφερθεί στο γονέα, στο δάσκαλο ή στον ηλικιωμένο, θα αντιδράσει στην απειλή και στον εκφοβισμό και θα προσφέρει ανιδιοτελώς στο συνάνθρωπό του.
ideonperiplaniseis
Επομένως, γίνεται πολίτης, ήδη από νεαρότατη ηλικία, που στη συνέχεια θα συνεχίσει να εκπαιδεύεται πλέον στα γράμματα και τις επιστήμες, φτάνοντας κάποια στιγμή στο επιθυμητό στάδιο, που δεν είναι άλλο από τον «ολοκληρωμένο άνθρωπο».
Ας τραβήξουμε, λοιπόν, την εκπαίδευση στα γράμματα λίγο πιο πέρα (χρονικά πάντοτε μιλώντας). Από τη δευτέρα δημοτικού έως και την έκτη, υπάρχει αρκετός χρόνος για να αποκομίσουν τα απαραίτητα εφόδια για την μετέπειτα πορεία τους στο γυμνάσιο. Στην Ελλάδα, εστιάζουμε στην ποσότητα της εκπαίδευσης και όχι στην ποιότητα. Ο εκάστοτε υπουργός υπερηφανεύεται στο δημόσιο λόγο για κάθε φορά που προστίθενται παραπάνω διδακτικές ώρες ή αλλάζει τα βιβλία του δημοτικού, διατυμπανίζοντας πως έτσι τα παιδιά θα γίνουν εξυπνότερα.
Στην πραγματικότητα, γίνεται ακριβώς το αντίθετο. Τα παιδιά κουράζονται, χάνουν τη θέλησή τους για να μάθουν και απελπίζονται. Η υπέρβαση οδηγεί πάντα στα ακριβώς αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα.  Για να πειστεί το παιδί να διαβάσει και να μάθει χρειάζεται κατανόηση και «δέλεαρ». Πώς άραγε θα δελεαστεί ένα παιδί να διαβάσει; Μα φυσικά, μέσω επιβραβευτικής, βιωματικής και διαδραστικής διδασκαλίας. Σε αυτή τη βαθμίδα εκπαίδευσης, η Φιλανδία πρωτοπορεί έχοντας δημοτικά σχολεία με ευέλικτα προγράμματα εκπαίδευσης και λίγες ώρες μαθημάτων, δίνοντας έμφαση στις τέχνες και τον αθλητισμό. Έτσι, εξασφαλίζεται η διττή καλλιέργεια πνεύματος και ψυχής, καθώς και γίνεται βίωμα στο κάθε παιδί η ανθρωποκεντρική προσέγγιση σε μείζονος σημασίας ζητήματα. Το δημοτικό δεν πρέπει επ’ ουδενί  να πιέζει το παιδί να μαθαίνει. Αντιθέτως, πρέπει να του προσφέρει τα μέσα και τα ερεθίσματα, ώστε να ανακαλύψει τις προσωπικές - μοναδικές δυνατότητές του και να τις εξελίξει.
Η έντονη περίοδος εκπαίδευσης πρέπει να είναι τα έτη του γυμνασίου (τριετής ή και τετραετής φοίτηση). Στο γυμνάσιο, έχοντας αποκτήσει ερεθίσματα και καλλιεργήσει την ψυχική του υπόσταση, ο μαθητής θα μπορέσει ευκολότερα να εντρυφήσει σε μαθήματα γενικών και ειδικών γνωστικών αντικειμένων, θεωρητικού και θετικού χαρακτήρα.
Εφιάλτης του κάθε μαθητή είναι η αδυναμία του να καταλάβει το μάθημα, αναγκαζόμενος να «παπαγαλίσει» και τελικά να μην καταφέρει τίποτα. Εάν, στην πραγματικότητα, μειώναμε τον όγκο της διδακτέας ύλης του δημοτικού και του γυμνασίου και εστιάζαμε στις διαδραστικές μεθόδους εκμάθησης, τότε θα παρατηρούσαμε τα εντυπωσιακά αποτελέσματα που θα είχε αυτή η αλλαγή. Επιπροσθέτως, το ίδιο το σύστημα καλλιεργεί την απέχθεια για το σχολείο και τα μαθήματα. Είναι κατά μια βάση λογικό, εφόσον δεν υπάρχει κανέναν έναυσμα και καμία δραστηριότητα, που να μπορεί να παρακινήσει τους μαθητές να ασχοληθούν και να αναζητήσουν, το ωρολόγιο επτάωρο πρόγραμμα θεωρείται ως άσκοπος και πεταμένος χρόνος.
Αν, λόγου χάρη, προσεγγίζαμε τα αρχαία και την ιστορία ως αριστουργήματα του παρελθόντος και όχι ως στείρα κείμενα που πρέπει να συνταχθούν και να κληθούν στο τάδε χρόνο, τότε όλοι θα ήθελαν να απολαύσουν το μεγαλείο του Ομήρου και του Ευριπίδη.
Όμως, αναλωνόμαστε στους «εμπρόθετους προσδιορισμούς» και στις στείρες απομνημονεύσεις ημερομηνιών και προσώπων, αντί να μελετήσουμε το νόημα και να «περπατήσουμε την ιστορία», ωσάν ζώντα υποκείμενα και δρώντες της μοίρας μας. Γιατί είναι απαραίτητο να θυμάται ο μαθητής το «και» στη «Χ» παράγραφο και να ξέρει «απέξω και ανακατωτά» τη γραμματική και το συντακτικό ενός αρχαίου κειμένου; Δε χρειάζεται να τα ξέρει όλα αυτά. Διότι αν γινόταν η διδασκαλία του μαθήματος διαφορετικά και μέσω λογικών και βιωματικών συλλογισμών (όπως δηλαδή είναι οικοδομημένη όλη η ελληνική γλώσσα και τα μαθηματικά), τότε θα ερχόταν και η στιγμή, όπου η γραμματική θα ήταν «παιχνίδι», η ιστορία, τίποτα παραπάνω από ένα «λογικό πάζλ» και τα θετικά μαθήματα ευκολονόητα και απλουστευμένα. Άλλωστε, οι μεγαλύτεροι επιστήμονες εφήρμοσαν τα προρρηθέντα. Εστίασαν, δηλαδή, σε ποιοτικές απλουστευμένες μορφές έρευνας και οδηγήθηκαν στις μεγαλύτερες ανακαλύψεις.
Με λίγα λόγια, πρέπει να εστιάσουμε στην ποιοτική και βιωματική εκπαίδευση σε όλους τους τομείς και όχι σε μια ποσοτικοποιημένη και συγκεχυμένη εντός ασαφών παραγράφων γνώση.
Οι Αρχαίοι συνήθιζαν να λένε: «όλοι οι δρόμοι, οδηγούν στη Ρώμη». Στην περίπτωση της ελληνικής εκπαίδευσης υποστηρίζεται το: «όλοι οι δρόμοι, οδηγούν στο Λύκειο». Σε ποιο λύκειο όμως; Αυτό των εξαντλητικών ωρών και των φροντιστηρίων;
Η ριζική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος φτάνει στο λύκειο, την τελευταία βαθμίδα πριν το πανεπιστήμιο. Ο ρόλος του είναι, κατά κοινή ομολογία, σημαντικότατος. Όμως, το λύκειο θα έπρεπε να είναι ο προάγγελος της ακαδημαϊκής κοινότητας και όχι ακόμα τρία χρόνια σχολείου, όπως είναι σήμερα.
ideonperiplaniseis
Μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια, ο νέος πρέπει να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες πέραν από τα στεγανά του μικρόκοσμου του. Όσο για τις πανελλήνιες; Η θέση που τους αξίζει είναι, αναμφίβολα, αυτή του χρονοντούλαπου! Οι πανελλήνιες εξετάσεις δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα παραπάνω από: 1) υπέρογκα έξοδα για τις οικογένειες των υποψηφίων, 2) άγχος για την έκβαση των εξετάσεων στους μαθητές και 3) αβεβαιότητα για το μέλλον χιλιάδων νέων, οι οποίοι λόγω μιας ατυχίας ή αδυναμίας εκείνης της στιγμής, χάνουν τη μεγαλύτερη ευκαιρία της μέχρι τότε ζωής τους, την είσοδό τους, δηλαδή, στη σχολή των ονείρων τους.
Η καλύτερη –για τα ελληνικά δεδομένα- (αντι)πρόταση για την εισαγωγή των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι η εισαγωγή μετά του απολυτηρίου λυκείου (I), καθώς και μετά από εισαγωγικές εξετάσεις στη σχολή της προτίμησης του εκάστοτε μαθητή (II). Έτσι λοιπόν,  κάποιος που θέλει να περάσει στην Ιατρική Αθηνών, θα χρειάζεται, κατ’ αρχάς ένα άριστο απολυτήριο και κατά δεύτερον, την επιτυχή εξέταση δύο ή τριών μαθημάτων της σχολής, διαφορετικά από τα αντίστοιχα μαθήματα που θα εξεταστεί ένας άλλος συμμαθητής του, της ίδιας κατεύθυνσης (Θετική), ο οποίος όμως θέλει να εισαχθεί στο Μαθηματικό τμήμα. Αυτό το σύστημα εισαγωγής καθίσταται βιώσιμο μόνο μέσα από τη διαμόρφωση ενός στρατηγικού πλάνου των ελληνικών πανεπιστημίων, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, καθώς και μέσω της μείωσης των μαθημάτων και των ωρών στη Γ΄ Λυκείου, ούτως ώστε οι μαθητές να προετοιμαστούν για τις σχολές τους και όχι για την κατεύθυνση του σχολείου.
Επομένως, αν ο μαθητής μπορεί και έχει τη θέληση και το μεράκι για να σπουδάσει κάτι συγκεκριμένο, θα μελετήσει, αντίστοιχα, με μεγάλη ευκολία τα μαθήματα που τον ενδιαφέρουν.
Η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο είναι μεγάλη υπόθεση. Μα ακόμα μεγαλύτερη υπόθεση είναι η περάτωση των ακαδημαϊκών υποχρεώσεων και η απόκτηση του πτυχίου, όντας μορφωμένος και καλλιεργημένος, ήδη από το δημοτικό, ο νέος έχει κάθε δυνατότητα να φτάσει όπου δεν μπορεί, όπως θα έλεγε και ο Καζαντζάκης.
Το ελληνικό πανεπιστήμιο με τη σειρά του έχει κάθε καλό οιωνό και δυνατότητα για να πρωτοπορήσει και να παράξει νέους επιστήμονες. Όμως, για άλλη μια φορά, οι δυνατότητές του περιορίζονται, λόγω του άβατου, του άκρατου κομματικού και φοιτητικού συνδικαλισμού, της αναρχίας και των πελατειακών σχέσεων που ενυπάρχουν σε κάθε ίδρυμα. Η ακαδημαϊκή συζήτηση είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα, το οποίο, ίσως, απασχολήσει τη σκέψη πολλών σε ανύποπτο χρόνο.
Αν, όμως, μπορέσουμε να μεταρρυθμίσουμε το σχολείο, τότε το πανεπιστήμιο θα «αναγκαστεί» να αλλάξει αβίαστα, αφού η νέα γενιά θα είναι μια γενιά που έμαθε να έχει αρχές, αλτρουισμό, θα είναι πεπαιδευμένη και ευαισθητοποιημένη και δεν θα αναλώνεται σε συνδικαλισμούς και «λαϊκούς αγώνες», παρά στην ακαδημαϊκή έρευνα και την κατάκτηση της γνώσης.
Φτάνουμε, λοιπόν, στο ζητούμενο αυτού του μακροσκελούς άρθρου: Είναι εφικτή μία τέτοια μεταρρύθμιση; Ναι, αλλά υπό προϋποθέσεις. Μόνο αν υπάρχει ισχυρή κυβερνητική βούληση και σύγκρουση με καθεστηκυίες ιδέες και μεγάλα συμφέροντα της «παραπαιδείας», τότε θα είναι δυνατόν να αναθεωρήσουμε όλον τον τρόπο που μαθαίνουμε και μεγαλώνουμε. «Έχεις να κλάψεις πολύ ακόμα για να μάθεις τον κόσμο να γελάει» είπε ο Ρίτσος, για να μας θυμίζει συνεχώς το αίμα που χύθηκε για τη δωρεάν παιδεία και το 10% χρηματοδότησης της. Σήμερα, καλούμαστε να φανούμε ανώτεροι των περιστάσεων και να αναγείρουμε την «κατακερματισμένη» ελληνική παιδεία ξανά, κατατάσσοντας την ως την καλύτερη μέθοδο εκπαίδευσης και μόρφωσης. Πόσοι είναι διατεθειμένοι να χάσουν δίδακτρα και συμφέροντα, για να σώσουν ένα έθνος; 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις