Κατι σαν αφιερωμα... στον ποιητη Ευαγγελο Ανδρεου
Στον ποιητή
Ευάγγελο Ανδρέου
κάτι σαν αφιέρωμα...
Πρόσφατα ο αξέχαστος κριτικός Λουκάς Θεοχαρόπουλος
έγραψε το παρακάτω ανέκδοτο σημείωμα.
Προοριζόταν για την Εφημερίδα
του Κέντρου Σοσιαλιστικών Μελετών.
Παρέμεινε για καιρό ανέκδοτο:
«Το ποιητικό έργο του Ευάγγελου Ανδρέου είναι σήμερα καταγεγραμμένο στις δέλτους και πολλές φορές εμφανισμένο ακόμα και σε σκηνικά δρώμενα, χωρίς να τύχει μιάς δίκαιης καταξίωσης, ανάλογης της ποιοτικής του στάθμης. Ήρθε από το 1971 με πρωτόλεια μορφή για να καταξιωθεί αργότερα στην κριτική συνείδηση παλαιών και νεότερων σκαπανέων του ποιητικού δοκιμίου.
Είπαν ότι με
«ζηλευτές και πρωτότυπες εικόνες και φωτεινή γλώσσα» (Αντώνης Μυστακίδης-Μεσεβρινός, «Συνάντηση» Ιαν.-Φεβ. 1988) «...φανερώνεται ένας εμπνευσμένος ποιητής» (Μιχάλης Σταφυλάς, Διαρκής Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Τόμος ΣΤ΄, 1989)
και
«κατασταλαγμένος πιά στην ποίηση» όπου οι στίχοι του «καλοδουλεμένοι σ' άρτια ελληνική γλώσσα σε συγκρατούν και σε ευχαριστούν με τις εικόνες τους και τους συμβολισμούς τους, τη σαφήνεια και την πληρότητά τους» (Κώστας Παπαπάνος «Πολιτικά Θέματα» 17-23 Μαΐου 1991),
ακόμα πως
«συνθέτει μιά πρωτότυπη λυρική γλώσσα, που συναρθρώνει μουσικά και ποιητικά σύνολα, που προχωρούν πάνω σε αυστηρές γραμμές και τελειώνονται μέσα σε μιά κλασική αρτιότητα» (Σταύρος Σταυρίδης «Εμβόλιμον» 23/24-1994/1995 σ. 225-226)
και πως
«η ποίησή του δύσκολα προσπελάζεται από αναγνώστη που δε συμπαθεί τη μοντέρνα ποίηση, που δε μπορεί να δεχθεί τα μηνύματά της αποκαλυπτικά, διαισθητικά, με τη βοήθεια της συνειρμικής λειτουργίας, του εκστασιασμού. Μιά ποίηση του βάθους, υποσυνειδησιακή, που προσπαθεί να εκφράσει τις μυστικές διεργασίες της ψυχής του δημιουργού, τα οράματά του, τ' αμορφοποίητα όνειρα που τονε κατακλύζουνε σα νεφελώματα, που δε μπορούνε να σαρκωθούν, δεν είν' εύκολο να την δεχτεί ο αμύητος αναγνώστης, όσο κι αν αγαπάει την ποίηση» (Δημοσθένης Ζαδές «Εξόρμηση» 773, 25.12.1992).
Βρήκαν στην ποίησή του
«Ένα λόγο να «σπάει» κόκκαλα, χωρίς ύβρεις, να λυτρώνει τους κοινωνούς. Με λόγο λυρικό, χυμώδη, καίριο, έξυπνο, να σε κερδίζει – πέρα από ιδεολογίες – και να σε εξυψώνει, διάχυτος τρυφερότητα, ακόμα κι αν αφορά «Το λουτρό του πορνείου». (Μάκης Αποστολάτος, «Ομπρέλα» τ.43, Δεκ.- Φεβ. 1999)
όπου
«Μιά αδρή νότα ιστορίας κυματίζει μελωδικά στους ωραίους στίχους του» (Δημήτρης Σιατόπουλος «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» 1989)
και μάλιστα πως
«αυτοί οι στίχοι είναι μιά χαρισματική και ευρηματικά γνήσια διεργασία και έμπνευση»
(Μανώλης Πράτσικας, «Ημερήσιος Κήρυξ» Πατρών, 27.01.1999)
μιά
«αρχή παραμυθιού και αρχή κάποιας παιδικής γέννας που συνθέτουν ένα μύθο, μιά ιδέα, μιά ανθρώπινη ευαισθησία μοίρας, ιστορίας, ζωής, με κοινά σημεία χορικού αρχαίας τραγωδίας»
(Μανώλης Πράτσικας «Πελοπόννησος» - 24.08.1993)
» Μετρημένες στα δάχτυλα είναι οι ανθολογίες ποίησης στην Ελλάδα, στη Γαλλία και στην Ινδία που τον φιλοξενούν. Κάποτε στην τηλεόραση η Μιράντα Μυράτ διάβασε ποίησή του. Σε μιά μπουάτ στα Πατήσια έκανε ποιητικό πρόγραμμα με έργα του. Στη δικτατορία το πρώτο-πρωτόλειο βιβλίο του «Πρώτη Φυλακή» αποσύρεται από τα βιβλιοπωλεία. Περνάει τις μέρες της νεότητάς του στο σπίτι του Βάρναλη στο Παγκράτι, του Στρατή Δούκα στα Ιλίσια, είναι σε συχνή παρέα με τον Κώστα Λαζανά, με το Μάριο Βαγιάνο, με το γλωσσολόγο Νίκο Σηφάκι, με το Δημήτρη Σταμέλο, με το Θωμά Γκόρπα, με το Μάκη Αποστολάτο, το Θέμη Τασούλη, το Γιαννιώτη ποιητή Νίκο Μούλια...«
» Στα ώριμα ποιητικά χρόνια του, ο ελληνογάλλος γλύπτης Κώστας Ανδρέου δημιουργεί στο Παρίσι μιά σειρά είκοσι gouache εμπνευσμένα από την «Αναστύλωση ενός πέτρινου μίσχου» και στο Θέατρο Μάσκες ανεβαίνει η ποιητική-μουσική συνομιλία του «Κατά τυράννων και φίλων». Όλα εκδίδονται σε βιβλίο όπως έπειτα και η «Πολιτεία δηλητήριο περιβολιών». Τραβάει από νωρίς δρόμους στη θεωρία των εικαστικών τεχνών επειδή πιστεύει πως η ποίηση και η ζωγραφική έχουν στενή σχέση αισθητικού αίματος. Τον απορροφάει για πολλά χρόνια η τεχνοκριτική. Και εκεί όμως παραμένει ποιητής. Ποιητής και στα χειρωνακτικά του ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τα γεωργικά......»
Λ.Θ.- Νέο Ηράκλειο, Σεπτέμβριος 2016
«Η ποίηση δεν είναι γραφείο και γράφω.
Είναι ζωή και βιώνω»
Ο Ανδρέου διαβάζει Ανδρέου
Συνομιλία με τον ποιητή
ΕΡ. Γέμισε η Ελλάδα από ποιητές. Καλό αυτό;
ΑΠ. Ζούμε λοιπόν τον ποιητικό μας αιώνα!
ΕΡ. Γιατί όχι;
ΑΠ. Από μιάν εποχή ηθικής αποτελμάτωσης αναβλύζει ποίηση. Λογικό, έ;
ΕΡ. Αναγκαίο θα έλεγα...
ΑΠ. Αναγκαίο, ως τί;
ΕΡ. Ως τρόπος αντίδρασης στην αξιακή κρίση.
ΑΠ. Ο αντιδρών στην αξιακή κρίση δεν γράφει ποιήματα. Αναζητά τη χαμένη του αρετή. Όταν τη βρεί και τη βιώσει, μοιραία θα αντλήσει από 'κεί το ερέθισμα για πνευματική δημιουργία. Αν βέβαια έχει και το τάλαντο.
ΕΡ.Τί είναι το ταλέντο στην ποίηση;
ΑΠ.Η πνευματική δεξιότητα αναγωγής του αισθητού στο αισθητικό μέσω της γλώσσας.
ΕΡ. Διδάσκεται;
ΑΠ. Καλλιεργείται όπως ακριβώς καλλιεργούνται όλες οι ανθρώπινες δεξιότητες.
ΕΡ. Τί θα πεί «καλλιέργεια» στην ποίηση;
ΑΠ. Μύηση στην καλλιτεχνική αξιολογία και μεταλαμπάδευση των καλλιτεχνικών τρόπων σύνθεσης.
ΕΡ. Άρα έχουμε «διδακτόν» στην ποίηση.
ΑΠ.Από αυτή την έννοια, ναι.
ΕΡ. Ποιός διδάσκει;
ΑΠ. Εκείνος που έχει υποστεί τη δοκιμασία της ποιητικής καλλιέργειας και έχει αποκρυπτογραφήσει τους τεχνικούς κωδικούς.
ΕΡ. Δηλαδή ένας ποιητής.
ΑΠ. Ποιός άλλος;
ΕΡ. Είναι τέχνη η ποίηση;
ΑΠ.Και μόνον τέχνη.
ΕΡ. Γιατί υπάρχει σχολείο μουσικής τέχνης ή ζωγραφικής τέχνης ή θεατρικής τέχνης κ.λ.π. και δεν υπάρχει αντίστοιχο σχολείο ποίησης;
ΑΠ. Διότι η ποίηση είναι η μόνη των τεχνών μη αποτελούσα βιοποριστική, ανάγνωθι επαγγελματική, δραστηριότητα. Κοντολογίς, δεν αποτείνεται στην αγορά εργασίας.
ΕΡ. Πού αποτείνεται;
ΑΠ. Στη συγκινησιακή φύση της ιστορικής μνήμης.
ΕΡ. Που σημαίνει;
ΑΠ. Ότι χωρίς τον Όμηρο δεν θα ξέραμε τι ήταν οι θεοί.
ΕΡ. Πυκνό για να γίνει αντιληπτό.
ΑΠ. Μπορούμε να το...αποπυκνώσουμε, αλλά δεν θα μας φτάσει ο χρόνος.
ΕΡ. Τί θα πει «συγκινησιακή φύση» σε σχέση με την ποίηση;
ΑΠ. Ότι η ποίηση, όπως η κάθε τέχνη, υπάρχει για να αφυπνίζει και να εγείρει τα συναισθήματα, δηλαδή να συγκινεί.
ΕΡ. Ένα παράδειγμα;
ΑΠ. Πώς θα κορυφωνόταν η θρησκευτική συγκίνηση στην ανθρώπινη ιστορία αν δεν υπήρχε η ποίηση της υμνογραφίας;
ΕΡ. Ένα...εξω-θρησκευτικό παράδειγμα;
ΑΠ. Πώς θα εκφραζόταν ο εθιμο-ηθικός βίος στην ανθρωπότητα χωρίς τον ποιητικό λόγο του τραγουδιού; Ακόμα και ο «Επιτάφιος» του Περικλή και η κοσμολογία του Ηράκλειτου μιά τρανή ποίηση είναι.
ΕΡ. Διαβάζω σε ένα παλαιότερο τεύχος της «Νέας Πορείας» της Θεσσαλονίκης ένα κριτικό άρθρο του Μιχάλη Μερακλή ο οποίος εντάσσει την ποίησή σας στο «θέμα της πατρίδας» που συναρτάται με το θέμα του «αδικαίωτου κινήματος». Συμφωνείτε ;
ΑΠ. Είναι ακριβής. Βλέπετε; Η αναφορά γίνεται σε καθαρώς συγκινησιακά θέματα. «Πατρίδα», «αδικαίωτο κίνημα»...
ΕΡ. Η ποίηση είναι το «θέμα»;
ΑΠ. Όχι, αλλά χωρίς το «θέμα» δεν υπάρχει ποιητική οικοδομή. Αυτό αναγάγει ο ποιητής για να αποκαλύψει τη συγκίνηση και την αλήθεια
ΕΡ. Αντιλαμβάνομαι ότι η ποίηση δεν αποτελεί αντικείμενο συμβατικής διδασκαλίας. Κριτικής;
ΑΠ. Ούτε κριτικής. Η κριτική προσέγγιση στην ποίηση προκύπτει από μιάν αμιγώς φιλολογική κοινωνική ή δημοσιογραφική αναγκαιότητα. Και ως προς αυτό έχει μιάν αξία... Το πρόβλημα δεν είναι ωστόσο η κριτική, αλλά ο κριτικός.
ΕΡ. Ο οποίος;
ΑΠ. Ο οποίος στην εποχή μας δύσκολα πείθει για τον ενδεδειγμένο κριτικό τρόπο του.
ΕΡ. Τί του...καταλογίζετε;
ΑΠ. Πρώτα-πρώτα αισθητική «ένταξη», ιδεολογική «στράτευση» και το χειρότερο ανθρωπαρέσκεια.
ΕΡ. Στο τελευταίο χρειάζομαι μιάν εξήγηση.
ΑΠ. Οι κριτικοί της ποίησης, έχει από χρόνια επικρατήσει, διαβάζουν και θαυμάζουν μόνο τα έργα των φίλων τους ή των φίλων των εκδοτών. Επί πλέον, δεν είναι φιλέρευνοι και δεν μου αφήνουν περιθώριο να πιστεύω πως έχουν την εποπτεία του ποιητικού γίγνεσθαι.
ΕΡ. Γιατί συμβαίνει αυτό ;
ΑΠ. Είναι μιά παληά καθεστηκυία...τάση. Τη λένε «κλίκα».
ΕΡ. Εσείς σε ποιά «κλίκα» είσθε ;
ΑΠ. Στη θριαμβεύουσα!
ΕΡ. Στη θριαμβεύουσα;
ΑΠ. Εννοώ σ' αυτή που θα υπάρχει όταν εμείς θα έχουμε λείψει.
ΕΡ. Δεν σας αφορά το παρόν;
ΑΠ. Ο αληθινός ποιητής δεν απευθύνεται στην επικαιρότητα.
ΕΡ. Γιατί;
ΑΠ. Διότι η επικαιρότητα δεν καθιερώνει αξίες.
ΕΡ. Γιατί;
ΑΠ. Διότι χωνευτήριο της αξίας είναι μόνον η ιστορία. Όχι το τρέχον.
ΕΡ. Δεν σας στενοχωρεί αυτό;
ΑΠ. Μα το επιδιώκω. Όσοι βιάζονται να γίνουν από σήμερα Καβάφηδες έχουν το λόγο τους. Δεν με αφορά – δεν με αφορούν.
ΕΡ. Το «τρέχον» δεν δίδει εμπνεύσεις στον ποιητή;
ΑΠ. Στο «τρέχον» υπερτιμάται το πραγματικό και υποτιμάται το αληθές. Η έμπνευση δεν έρχεται από την πραγματιστική μυθολογία.
ΕΡ. Από που έρχεται;
ΑΠ. Από την παραμυθία της αλήθειας.
ΕΡ. Εννοείτε, από την αλήθεια που παρηγορεί ;
ΑΠ. Μάλιστα.
ΕΡ. Με ποιό τρόπο;
ΑΠ. Με τη δύναμη του συναισθήματος.
ΕΡ. Αρκεί μια τέτοια δύναμη για να 'πεί ο ποιητής το όλον;
ΑΠ. Μόνον αυτή αποζητά. Εάν τον κυριεύσει, να η ιδεώδης ατμόσφαιρα για να κινηθεί ο ποιητικός λόγος. Άλλη δεν γνωρίζω.
ΕΡ. Η γνώση ίσως...
ΑΠ. Η γνώση, ως συνείδηση τρόπου του συνθέτειν, λειτουργεί στην ποίηση για το λόγο της καλλιτεχνικής επεξεργασίας του κειμένου. Δεν έχει σχέση με την ποιητική έμπνευση.
ΕΡ. Τί σημαίνει το «συνθέτειν» στην ποίηση;
ΑΠ. Ό,τι ακριβώς σε όλες τις τέχνες. Η σύνθεση είναι η, ας πούμε ανώτατη και τελική βαθμίδα ολοκλήρωσης ενός έργου.
ΕΡ. Τί συνθέτει ο ποιητής;
ΑΠ. Τον λόγο, όχι ως γνωστική έννοια αλλά ως αίσθημα εννοίας.
ΕΡ. Πώς συνθέτει;
ΑΠ. Αισθητικά. Δηλαδή, με τρόπο που να επιτυγχάνει την αποκάλυψη του ωραίου στοιχείου και αυτό σε «συνομιλία» με το κάθε ωραίο κάθε έννοιας. Η συνομιλία αυτή μας δίδει εκείνο που το λέμε «αρμονία».
ΕΡ. Πώς προκύπτει αυτό το ωραίο;
ΑΠ. Κάθε λέξη πέραν του γνωστικού της σημαίνοντος εμπεριέχει αύθις και το αισθητό της μέτρο. Αναδίδει μιάν οπτική εντύπωση – μιάν εικόνα – ή έναν ήχο. Αυτά τα στοιχεία αξιοποιούνται στην ποιητική σύνθεση κατ' αρμονικήν διαλλαγή.
ΕΡ. Και το λεγόμενο ποιητικό νόημα;
ΑΠ. Αυτό προκύπτει ακριβώς μέσω της αρμονίας. Αλλιώς δεν μιλούμε για ποίηση, αλλά γιά πεζό λόγο, όπου το κυρίαρχο είναι η σύνταξή του, η διατύπωσή του, όχι η σύνθεσή του.
ΕΡ. Ζητώ την άποψή σας για τη σημερινή ελληνική ποίηση.
ΑΠ. Δυστυχώς, θλιβερή.
ΕΡ. Τί θλίβει;
ΑΠ. Η ακατάσχετη πεζολογία της. Η επιμονή σε νοήματα. Η εκλογίκευση. Η εγκατάλειψη των ποιητικών αρμονιών. Ο στίχος χωρίς μουσικότητα, χωρίς εσωτερικό ρυθμό, χωρίς χρώμα, χωρίς οπτικές αλήθειες.
ΕΡ. Είναι ίσως η ποιητική τάση της εποχής παγκοσμίως...
ΑΠ. Είναι η άγνοια που οδηγεί ευθέως στη μίμηση ξένων προ-τύπων. Ό,τι χειρότερο. Και το ακόμα χειρότερο ότι η άγνοια αυτή υποβιβάζει τον ποιητή στην αλλαζονία και στην αναίδεια του ερασιτέχνη.
ΕΡ. Μα σε όλες τις τέχνες παρατηρείται παγκόσμια επίδραση, ξένες επιρροές, κ.λ.π.
ΑΠ. Μπορεί, αλλά στην ποίηση αυτό είναι άτοπο. Η ποίηση είναι η μοναδική τέχνη της οποίας το μέσον-το υλικό- δεν είναι «παγκόσμιο». Είναι «εθνικό».
ΕΡ. Εννοείτε τη γλώσσα...
ΑΠ. Ακριβώς. Για παράδειγμα, ένα κόκκινο χρώμα είναι κόκκινο σε όλο τον κόσμο. Μιά νότα «ντο» είναι «ντο» σε όλο τον κόσμο. Όμως η δισύλλαβη λέξη «Θεός» δεν είναι «Θεός» σε όλο τον κόσμο, στην αγγλική είναι η μονοσύλλαβη “God”. Η τρισύλλαβη λέξη «αγάπη» δεν είναι «αγάπη» σε όλο τον κόσμο, στην αγγλική είναι η μονοσύλλαβη “love”. Είναι ίδια η έκφραση να μιλάς με δύο συλλαβές-δύο νότες ή με τρείς συλλαβές-τρείς νότες και ίδια η έκφραση με μιά συλλαβή-μιά νότα;
ΕΡ. Δεν παρεμβάλλεται η μετάφραση;
ΑΠ. Μα η μετάφραση θα αποδώσει το νοούμενο. Δεν θα αποδώσει το αισθητικό. Έχετε ακούσει ότι η ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση; Το επικροτώ ανεπιφύλακτα.
ΕΡ. Και πώς αυτή η ποίηση επιβραβεύεται σήμερα και επιβάλλει τους ποιητές της;
ΑΠ. Είναι απόλυτα φυσικό, αφ' ενός διότι ζούμε σε εποχή άκρας λογοκρατίας και αφ' ετέρου αυτή την ποίηση «καταναλώνει» ο σύγχρονος αναγνώστης, αμύητος κι εκείνος στην τέχνη. Ο Στρατής Δούκας – ο μέγας λογοτέχνης που δεν έλαβε «κρατικό βραβείο» - μού έλεγε: -Οι σημερινοί δεν είναι που δεν ξέρουν να γράφουν, είναι που δεν ξέρουν να διαβάζουν! Όπερ;
ΕΡ. Αμύητος λοιπόν σήμερα ο αναγνώστης στην τέχνη. Πότε ήταν;
ΑΠ. Όποτε τον διαμόρφωνε η απλή ζωή με τους φυσιολογικούς της ρυθμούς και τους ταπεινούς δασκάλους. Ξέρετε, μύηση και τεχνολογία δεν πάνε μαζί. Η τεχνολογία καθοδηγεί. Δεν μυεί. Δεν γαλακτίζει.
ΕΡ. Που σημαίνει;
ΑΠ. Σημαίνει ότι αυτός που έχει στα χέρια του τη ραδιοτηλεποτική τεχνολογία, την εν γένει ηλεκτρονική τεχνολογία, τη μουσική φωνογραφική τεχνολογία, την εκδοτική τεχνολογία και τα όμοια, έχει στα χέρια του την απόλυτη δυνατότητα να καθοδηγεί και να επιβάλλει.
ΕΡ. Να επιβάλλει και τον τρόπο ποίησης;
ΑΠ. Ασφαλώς!
ΕΡ. Με ποιά κριτήρια;
ΑΠ. Τα δικά του. Ποιός τα ξέρει; Ποιός τα ελέγχει; Από πού είναι ανοικτά; Και ποιάς παιδείας προϊόντα είναι αυτά τα κριτήρια;
ΕΡ. Όμως, οι ποιητές μας διδάσκονται στα σχολεία. Αμφισβητείτε και εδώ το ανεπηρέαστο των κριτηρίων επιλογής και διδασκαλίας των ποιημάτων;
ΑΠ. Απολύτως. Παιδιά ηλικίας 14ων χρονών διδάσκονται ποίηση Ελύτη! Διδάσκονται δηλαδή τη διαφορά του μοντέρνου από το σύγχρονο, την εννοιολογία της ενότητας των αντιθέσων και την αναλογική τους διάρθρωση στον ποιητικό λόγο, την αναγωγική μεθοδολογία της ποιητικής αισθητικής και τη συμβολή της φιλοσοφίας στο «εθνικό» ποιητικό ίδιο. Διδάσκονται συνεπώς ένα κοντσέρτο του Μότσαρτ χωρίς γνώση του σολφέζ!
ΕΡ. Γιατί συμβαίνει αυτό;
ΑΠ. Διότι το κριτήριο διδασκαλίας δεν σέβεται την περιορισμένη γνωστική δυνατότητα ενός παιδιού να εισαχθεί στην έννοια της ποίησης αλλά το γεγονός ότι ο Ελύτης είναι ο κυριαρχικά καταξιωμένος και επιφανής.
ΕΡ. Τι φρονείτε;
ΑΠ. Την εκκίνηση από το εύληπτο. Από τη μετάδοση ποίησης προσιτής στη νεανική γνώση. Από την επαφή με ποιητές «παρνασσιστές» και «μορφίστες». Από ποίηση που δίδει ακούσματα προσωδίας του λόγου. Δεν υπάρχει στην τέχνη ο «συρμός» και το «ξεπερασμένο». Από ποιόν και γιατί «ξεπεράσθηκε» ο Γρυπάρης, ο Μαλακάσης, ο Εφταλιώτης, ο Πορφύρας και ο Πολέμης;
ΕΡ. Καταλαβαίνω ότι μιλάτε για ενδεικτικές περιπτώσεις όπου απλά βιωματικά θέματα μεταβολίζονται σε λεπτό λυρικό στίχο...
ΑΠ. Είπατε το απολύτως ακριβές. Η ποίηση δεν είναι γραφείο και γράφω. Είναι ζωή και βιώνω. Το βίωμα είναι το πάμπλουτο και θερμό βάθος. Το γραφείο είναι το εργαστήρι, δεν είναι το ορυχείο.
ΕΡ. Σε μερικές μέρες γιορτάζεται η Μέρα της Ποίησης. Χρόνια Πολλά.
ΑΠ. Χιλιόχρονος κι εσείς.
MANDIKO I
(Divinatoire)
Une jeune fille est venue
de la mer
Les chevaux frais qui halètent
dans mon sommeil
l’ont portée à la faveur d’un rêve
elle garde la douleur de la lune
et sur sa sandale
quatre Mais
en dansant
jettent le jour
là où seules les ténèbres du sable
gouvernent
l’amour aux plusieurs visages.
J’ai vu les charmes de l’amour
dans les boucles de ses cheveux
et autour
des arbres vivants
les racines dans les nuages
et les feuillages au fond de la mer.
Une jeune fille est venue
de la mer.
Deux jeunes, dans le silence
submergent l’araignée du large,
elle a demandé l’amande et le citron,
elle a demandé les héros qui ont vieilli
on lui a révélé le bon augure
du nouvel an
pour traverser le crépuscule
ramasser des herbes
et des mandarines.
Comme sont étranges les caprices des
rêves...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου